Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2010

Ελληνικό κράτος και μειονότητες

Ελληνικό κράτος και μειονότητες
Ημερομηνία δημοσίευσης: 31/01/2010

ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΓΚΛΑΒΙΝΑ

Συνύπαρξη ή αφομοίωση;

Σε μία χρονική συγκυρία που, τόσο στις ευρωπαϊκές όσο και στην ελληνική κοινωνία, προκαλούν έντονο ενδιαφέρον -αλλά και έντονες αντιδράσεις- τα ζητήματα επαναπροσδιορισμού των εθνικών ταυτοτήτων και καθορισμού της θέσης των μεταναστών (ιδίως των μουσουλμάνων), η αναδίφηση στο ιστορικό παρελθόν μπορεί να αποτελέσει αφορμή για μα πιο ψύχραιμη αντιμετώπιση των φοβιών που γεννά η παρουσία του εθνικά ή θρησκευτικά «άλλου».

Με παρόμοιους προβληματισμούς ήρθε αντιμέτωπο το ελληνικό κράτος και στο παρελθόν. Η εδαφική επέκταση της Ελλάδας με τους Βαλκανικούς Πολέμους και τη Μικρασιατική Εκστρατεία, ενέταξε πολυπληθείς αλλόθρησκες, αλλοεθνείς και αλλόγλωσσες μειονότητες στην ελληνική επικράτεια. Τα νέα πληθυσμιακά δεδομένα δεν μπορούσαν να αγνοηθούν από την ελληνική διοίκηση. Έπρεπε λοιπόν να υιοθετηθούν αντίστοιχες πολιτικές πρακτικές, ένα νέο σύστημα διοίκησης, αλλά και μια νέα πολιτική θεωρία, που θα συνυπολόγιζαν την εθνική, θρησκευτική και γλωσσική πανσπερμία της διευρυμένης εδαφικά Ελλάδας και θα προωθούσαν την ενσωμάτωση των μειονοτικών πληθυσμών στις δομές του ελληνικού κράτους. Έπρεπε, συνεπώς, να δημιουργηθεί το ιδεολογικό υπόβαθρο, που θα ερμήνευε τη συνύπαρξη των μη ελληνικών πληθυσμών εντός της επικράτειας του ελληνικού κράτους και παράλληλα θα οικοδομούσε αμφίδρομους συνεκτικούς δεσμούς. Στον πολιτικό λόγο της εποχής επιστρατεύτηκαν τότε οι παραδόσεις του βυζαντινού οικουμενισμού και των αρχών της ισοπολιτείας, της ελευθερίας και της δημοκρατίας του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, δημιουργώντας ένα θεωρητικό οικοδόμημα κατά το οποίο το ελληνικό κράτος, πιστό πάντα στις παραπάνω παραδόσεις, θα ασκούσε μια πολιτική έναντι των μη ελληνικών πληθυσμών της επικράτειάς του, με γνώμονα το σεβασμό των δικαιωμάτων τους και στόχο να τους μετατρέψει σε πιστούς έλληνες πολίτες.

Ένθερμος θιασώτης της παραπάνω πολιτικής απέναντι στους μειονοτικούς πληθυσμούς ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Ήδη από την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας, ο Βενιζέλος θεωρούσε ότι «η Ελλάς είναι προωρισμένη ημέραν τινά να καταστή δύναμις Μουσουλμανική εν η οι μουσουλμάνοι να ζώσι τελείως ευχαριστημένοι», ενώ ο κατάλληλος τρόπος διοίκησης μειονοτικών πληθυσμών θα ήταν «παρέχοντες εις αυτούς πλήρη ισοπολιτείαν και προστασίαν». Το 1913 ο έλληνας πρωθυπουργός υποστήριξε -παρά τις κοινές με τη σύγχρονη εμπειρία μας αντιδράσεις- την αναγκαιότητα ανέγερσης τζαμιού στην Αθήνα, που προέβλεπε η ελληνοτουρκική συνθήκη ειρήνης (Σύμβαση των Αθηνών), εφόσον η Αθήνα θα γινόταν η πρωτεύουσα ενός κράτους όπου θα ζούσαν χιλιάδες μουσουλμάνοι. Παράλληλα, για τον Βενιζέλο, η εδαφική επέκταση της Ελλάδας βρισκόταν σε άμεση συνάρτηση με την εφαρμογή της πολιτικής σεβασμού των δικαιωμάτων των μειονοτήτων, αφού, όπως υπογράμμιζε το 1919 στο γενικό διοικητή Ανατολικής Μακεδονίας, «θα είναι αδύνατον να βαδίση προς τα εμπρός η Ελλάς εάν τα δικαιώματα των διαφόρων στοιχείων πληθυσμού και προ πάντων των αλλογενών δεν παραμείνουν σεβαστά και αν τα στοιχεία ταύτα δεν πεισθούν εκ των πραγμάτων περί του σεβασμού ημών τούτου». Ανάλογες απόψεις διατύπωναν και άλλοι εκπρόσωποι της ελληνικής διοίκησης την περίοδο 1912-1922, ανεξαρτήτως κομματικής τοποθέτησης.

Για τον Βενιζέλο λοιπόν και την υπόλοιπη ηγεσία της κεντρικής διοίκησης η ύπαρξη της μουσουλμανικής και των άλλων μειονοτήτων στο ελληνικό κράτος δεν συνιστούσε πρόβλημα που θα έπρεπε να επιλυθεί με τη βίαιη επιβολή της ελληνικής εθνικής συνείδησης και τη δημιουργία ενός εθνικά μονολιθικού κράτους, αλλά με μια πολιτική που θα δημιουργούσε δεσμούς εμπιστοσύνης ανάμεσα στο κράτος και τα μέλη των μειονοτήτων, καλλιεργώντας έτσι τη συνείδηση του έλληνα πολίτη που προασπίζει τα συμφέροντα της κοινής πατρίδας, ανεξαρτήτως γλώσσας, θρησκείας ή και εθνικής καταγωγής.

Βέβαια, οι αρχές της πολιτικής του Βενιζέλου έναντι των μειονοτήτων ελάχιστα εφαρμόστηκαν στην πράξη. Οι καλές προθέσεις της κεντρικής διοίκησης αναιρούνταν από τις ενέργειες κατώτερων διοικητικών οργάνων, κυρίως των τηρητών της τάξης και των στρατιωτικών. Οι αρχειακές πηγές της περιόδου παρέχουν πληθώρα περιπτώσεων καταπίεσης των μειονοτήτων από τους παραπάνω εκπροσώπους της διοίκησης, καθιστώντας έτσι τις εξαγγελίες των υπουργών της μακρινής Αθηνάς νεκρό γράμμα, αφού οι ενέργειες του χωροφύλακα του χωριού ήταν αυτές που τελικά επηρέαζαν την καθημερινότητα του μουσουλμάνου ή του σλαβόφωνου. Ο ίδιος ο Βενιζέλος αδυνατούσε να επιβάλλει τις αρχές της μειονοτικής πολιτικής του και, όταν πληροφορήθηκε ότι οι τοπικές αρχές στην Ανατολική Μακεδονία δεν αποδίδουν στους μουσουλμάνους τα κτήματα που είχαν μεσεγγυηθεί από το ελληνικό Δημόσιο, απάντησε ότι «η τύφλωσις της Ελληνικής διοικήσεως είναι αθεράπευτος και ότι αυτή συστηματικώς πράττει ό,τι είναι δυνατόν όπως ματαιώση επιτυχίαν εθνικών μας διεκδικήσεων».

Με τη Μικρασιατική Καταστροφή εγκαταλείφθηκαν και λησμονήθηκαν οι θεωρητικές αναζητήσεις των εκπροσώπων της ελληνικής διοίκησης, που θα δικαιολογούσαν την προσπάθεια δημιουργίας στην ουσία ενός πολυεθνικού κράτους -μιας μουσουλμανικής δύναμης, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο Βενιζέλος- στηριζόμενου στις αρχές της ισονομίας, της ισοπολιτείας και του σεβασμού των δικαιωμάτων αλλοεθνών και αλλοθρήσκων. Εν τέλει, κρίθηκε πως η εθνική ομοιογένεια εξασφάλιζε την εδαφική ακεραιότητα και την ευημερία της χώρας. Κατά συνέπεια, αυτή ακριβώς η αντίληψη καθιστούσε αναγκαία την Ανταλλαγή των Πληθυσμών.

Η υπερβολική καχυποψία, η ταύτιση του μειονοτικού πληθυσμού με την απειλή για την εδαφική ακεραιότητα της χώρας, η αντιμετώπιση της προσπάθειας για την εξασφάλιση αυτονόητων δικαιωμάτων της μειονότητας ως εθνικής προδοσίας, και ο κακώς νοούμενος πατριωτισμός, κυριάρχησαν μετά το 1922 και κατατρύχουν ακόμη και σήμερα την ελληνική μειονοτική πολιτική, αλλά και την αντιμετώπιση από την ελληνική κοινωνία του, εθνικά, θρησκευτικά ή γλωσσικά, «άλλου».

Οι συζητήσεις κατά τη δεκαετία 1912-1922, τόσο για τη θέση των μειονοτήτων στις δομές της διευρυμένης εδαφικά Ελλάδας όσο, κυρίως, για το χαρακτήρα της εθνικής-συλλογικής μας ταυτότητας και την ιδιότητα του έλληνα πολίτη, είναι εξαιρετικά επίκαιρες και χρήσιμες στις σημερινές αναζητήσεις της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, μιας κοινωνίας που γίνεται ολοένα και πιο συντηρητική, χειραγωγούμενη από λαϊκίστικα συνθήματα και εθνικιστικές κορόνες, που μάλιστα αρχίζουν να κυριαρχούν στην ευρεία αντίληψη περί Ιστορίας.

Προσωρινός τίτλος του βιβλίου, Οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί στην Ελλάδα 1912-1923: αντιλήψεις και πρακτικές της ελληνικής διοίκησης - σχέσεις με χριστιανούς γηγενείς και πρόσφυγες.

Ο Γιάννης Γκλαβίνας είναι διδάκτωρ Ιστορίας του ΑΠΘ

Εφημερίδα "Η ΑΥΓΗ"

http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=521219

1 σχόλιο:

  1. εύστοχο άρθρο, αν και ακόμα αναφέρεται σε συμπολίτες μας με τον υβριστικό και ψευδές ετεροπροσδιορισμό ως ΣΛΑΒΟΦΩΝΟΙ έλληνες αντί του ορθού και αληθινού ως ελληνόφωνοι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ.!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή