ΠΡΟΣ
Τον κ. Χαρδαβέλα και την εκπομπή ΑΘΕΑΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
Σας αποστέλλω την επιστολή αυτή προκειμένου να διαμαρτυρηθώ για την εκπομπή σας «ΑΘΕΑΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ» της 25ης Μαΐου 2010, στην οποία παρουσιάσατε το θέμα της κας Χαράς Νικοπούλου.
Ως πληρεξούσια δικηγόρος του κ. Κασάικα Οσμάν, ο οποίος φέρεται ότι χτύπησε την κα Χαρά Νικοπούλου, αλλά και ως απλή κάτοικος του Νομού Έβρου, θεωρώ απαράδεκτο τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάσατε το συγκεκριμένο θέμα και όχι μόνο όσον αφορά το συγκεκριμένο φερόμενο ως τελεσθέν ποινικό αδίκημα, αλλά και τη γενικότερη συμπεριφορά της κυρίας αυτής από την έλευσή της στην περιοχή μας.
Θεωρώ καταρχήν απαράδεκτο δημοσιογραφικά το γεγονός ότι παρουσιάσατε μόνο τη μία πλευρά των γεγονότων και συγκεκριμένα αυτή της εν λόγω κυρίας, ενώ δεν μπήκατε καν στον κόπο να απευθύνετε έστω κάποιες ερωτήσεις στους κατοίκους της περιοχής, είτε αυτοί είναι πομάκοι, όπως εσείς αρέσκεσθε να τους προσδιορίζετε όλους συλλήβδην, είτε τουρκόφωνοι μουσουλμάνοι, είτε ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι, είτε χριστιανοί. Δεν μπήκατε καν στον κόπο να δώσετε το βήμα στους τοπικούς εκλεγμένους βουλευτές, δημάρχους, νομάρχη, οι οποίοι εκπροσωπούν την περιοχή και οι οποίοι έχουν σχηματίσει άποψη για τα γεγονότα. Και κυρίως όχι μόνο δεν μπήκατε στον κόπο να ρωτήσετε την άποψη του τοπικού δήμαρχου του περιοχής, ήτοι του κ. Ευάγγελου Πουλιλιού, δημάρχου του Δήμου Ορφέα, αλλά επιπλέον κατά την προσπάθειά του να παρέμβει στην εκπομπή σας και να εκφράσει την άποψή του τον αντιμετωπίσατε με απαξιωτικά και χλευαστικά σχόλια και συμπεριφορά, αποδίδοντας την αντίθεσή του σε όσα πρεσβεύει η εν λόγω κυρία σε εξυπηρέτηση ψηφοθηρικών του συμφερόντων, παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι ο Δήμος Ορφέα αποτελείται στη συντριπτική του πλειοψηφία από χριστιανούς και όχι από μουσουλμάνους και επομένως αν υπήρχε η παραμικρή ρήξη μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων στην περιοχή το συμφερότερο γι’ αυτόν θα ήταν να στηρίξει τους χριστιανούς και όχι τους μουσουλμάνους.
Η πραγματικότητα είναι άλλη κ. Χαρδαβέλα, απλώς εσείς δεν θέλετε ούτε να την ακούτε ούτε να την βλέπετε.
Η πραγματικότητα είναι ότι εμείς εδώ οι κάτοικοι του Νομού Έβρου, της απομακρυσμένης αυτής περιοχής της Ελλάδας, ζούμε επί δεκαετίες ολόκληρες ειρηνικά και αρμονικά, χριστιανοί και μουσουλμάνοι, δημότες των ίδιων Δήμων, μαθητές στα ίδια σχολεία, εργαζόμενοι στους ίδιους εργασιακούς χώρους, χωρίς ποτέ να δημιουργηθεί το παραμικρό. Έχουν δε περάσει από τα μειονοτικά σχολεία του Νομού μας πάρα πολλοί χριστιανοί δάσκαλοι, με τους οποίους έχουν αναπτυχθεί άριστες και ισχυρές σχέσεις, όλοι δε αυτοί οι δάσκαλοι, αν κάνατε τον κόπο να τους ρωτήσετε, θα σας απαντούσαν ότι έχουν αποκομίσει τις καλύτερες εντυπώσεις από τη φιλοξενία και τη συνεργατικότητα που συνάντησαν στα μουσουλμανικά χωριά.
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι όλοι οι κάτοικοι της περιοχής μας σεβόμαστε ο καθένας τη διαφορετικότητα του άλλου και το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού, διαφορετικότητα που μπορεί να αφορά στη θρησκευτική συνείδηση, στα πολιτικά πιστεύω, στις ηθικές αρχές κ.α.
Οφείλεται επίσης στο γεγονός ότι εμείς εδώ στο Νομό Έβρου έχουμε μεγαλύτερη σχέση με τους μουσουλμάνους γείτονες, συγχωριανούς, συμπολίτες μας παρά μ’ εσάς τους Αθηναίους του Κολωνακίου και της Μυκόνου, διότι αντιμετωπίζουμε καθημερινά όλοι μας την εκπαιδευτική, πολιτιστική, οικονομική και κοινωνική εξαθλίωση, την έλλειψη οποιουδήποτε έργου ανάπτυξης, την έλλειψη οποιουδήποτε έργου υποδομής στο Νομό μας. Όταν πλημμυρίζουν κάθε χρόνο τα χωράφια, τα σπίτια, τα χωριά μας, αυτοί στους οποίους μπορούμε να στηριχτούμε για βοήθεια είναι οι διπλανοί μας χριστιανοί, μουσουλμάνοι, όποιοι και αν είναι αυτοί και όχι βέβαια σ’ εσάς τους κατοίκους των Αθηνών ή στην κεντρική εξουσία που μας θεωρείτε ως πολίτες τελευταίας κατηγορίας.
Μας θυμόσαστε μόνο όταν θέλετε να ικανοποιήσετε τις εθνικιστικές σας εξάρσεις, αναφερόμενοι σε ελληνοτουρκικά σύνορα, σε ελληνοτουρκικές διενέξεις, σε ανθελληνικές δράσεις της μειονότητας, σε εγκάθετους του τουρκικού προξενείου κ.α., δημιουργώντας από το πουθενά εθνικά θέματα που δεν υπάρχουν.
Αυτό ακριβώς έκανε και η συγκεκριμένη κυρία, ήρθε στην περιοχή μας κομίζοντας ακραίες εθνικιστικές αντιλήψεις, τις οποίες εμφάνισε μετά τα δύο πρώτα χρόνια της παραμονής της και αφού είχε καταφέρει με τη συμπεριφορά της να κάνει όλους τους κατοίκους του Μεγάλου Δερείου να την αγαπήσουν και να πιστέψουν ότι ήθελε πραγματικά να τους βοηθήσει. Ξαφνικά λοιπόν και μετά τα δύο πρώτα χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων οι κάτοικοι του Μεγάλου Δερείου παραχώρησαν απλόχερα τόσο στην ίδια όσο και στο σύζυγό της ότι περνούσε από το χέρι τους, έχοντας αναπτύξει με όλους τους κατοίκους του χωριού στενές διαπροσωπικές και φιλικές σχέσεις, άρχισε να αναδεικνύεται το πραγματικό της πρόσωπο. Οι ακραίες θέσεις της όσον αφορά το θέμα της μουσουλμανικής μειονότητας στην Ελλάδα, οι οποίες προχωρούν πέρα από τις θέσεις του Ελληνικού Κράτους, η απαγόρευση που επέβαλε να ομιλείται ενώπιων της η τουρκική γλώσσα, οι συστάσεις της προς τις γυναίκες να μη φορούν τη μουσουλμανική μαντίλα, η άποψή της ότι στα μειονοτικά σχολεία δεν πρέπει να διδάσκεται η τουρκική γλώσσα, ο αυτοπροσδιορισμός της ως Ελληνίδας δασκάλας η οποία έχει τον ελληνισμό μέσα της και έναν υπέρμετρο πατριωτισμό, ενώ όλοι οι μουσουλμάνοι της περιοχής και όσοι τους υποστηρίζουν είναι ανθέλληνες, πράκτορες του Τουρκικού Κράτους και του Τουρκικού Προξενείου, η αυτοπαρουσίαση της ίδιας και του συζύγου της ως ανθρώπων που για πρώτη φορά επιτελούν εθνικό έργο στην περιοχή μας, η εφεύρεση από την ίδια ενός αδιανόητου διαχωρισμού μεταξύ αλεβιτών και σουνιτών μουσουλμάνων και η μετάδοση του διαχωρισμού αυτού και στα ανήλικα παιδιά των μουσουλμάνων, τα οποία ποτέ έως εκείνη τη στιγμή δεν είχαν ακούσει κάτι παρόμοιο, οδήγησαν στη ρήξη των σχέσεών της με τους κατοίκους του χωριού και κυρίως με τους γονείς των μαθητών των τάξεων στις οποίες δίδασκε.
Η αφορμή δημιουργήθηκε όταν στις αρχές του σχολικού έτους 2007 – 2008 η δασκάλα παρενέβη στη διαδικασία συντήρησης και βαψίματος του σχολείου, μολονότι είναι μία διαδικασία που δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητές της, απαιτώντας από τους μαθητές να καταβάλουν το ποσό των 10 ευρώ το καθένα για την πληρωμή των ελαιοχρωματιστών, αρνούμενη να καταβληθεί αυτό από το ταμείο του σχολείου, προφανώς γιατί θεωρεί ότι οι μουσουλμάνοι ως κατώτεροι έλληνες δεν δικαιούνται ενός ευπρεπούς σχολικού χώρου αλλά οφείλουν να πληρώνουν οι ίδιοι γι’ αυτό, τονίζοντας στους μαθητές ότι σε περίπτωση που δεν κατέβαλαν το ως άνω ποσό δεν θα μπορούσαν να παρακολουθούν στο εξής τα μαθήματα του σχολείου.
Η στάση αυτή της δασκάλας προκάλεσε την αντίδραση των γονέων των μαθητών του σχολείου, οι οποίοι απέστειλαν έγγραφο στις 5-11-2007 προς το Διευθυντή του Συντονιστικού Γραφείου της Μειονοτικής Εκπαίδευσης, με το οποίο ζητούσαν την απομάκρυνση της δασκάλας από το μειονοτικό σχολείο τους και το μειονοτικό χωριό τους.
Το ως άνω έγγραφο και οι υπογραφές που είχαν τεθεί σ’ αυτό εξόργισαν την δασκάλα, η οποία προέβη σε επανειλημμένες δηλώσεις στα τοπικά και εθνικά Μ.Μ.Ε., αμαυρώνοντας την εικόνα του χωριού, διαστρεβλώνοντας το θέμα που δημιουργήθηκε, δίνοντάς του πολιτική χροιά που δεν είχε, παρουσιάζοντας τους κατοίκους του Μεγάλου Δερείου ως πράκτορες και εγκάθετους του Τουρκικού Προξενείου, οι οποίοι υποτίθεται ότι προσπαθούσαν να εκδιώξουν τη «μοναδική Ελληνίδα δασκάλα που υπηρετεί για πρώτη φορά τον Ελληνισμό στο Μεγάλο Δέρειο», εμφανίζοντας τον εαυτό της ως ηρωίδα και όλους τους άλλους ως ανθέλληνες.
Στοχοποίησε δε τους υπογράψαντες το ως άνω έγγραφο, μεταξύ αυτών και την καθαρίστρια του σχολείου και το σύζυγό της, απειλώντας με απολύσεις όσους εργάζονταν σε χριστιανούς εργοδότες και με καταγγελίες στην Πολεοδομία όσους τυχόν είχαν πολεοδομικές παραβάσεις.
Όσον αφορά ειδικότερα την καθαρίστρια του σχολείου, με την οποία η δασκάλα είχε αναπτύξει μία ιδιαίτερα φιλική σχέση, επαινώντας επανειλημμένα τη δουλειά της, ξαφνικά και μετά τη συλλογή των ως άνω υπογραφών η στάση της δασκάλας μετεστράφη. Η δασκάλα άρχισε να αμφισβητεί τη δουλειά της ως καθαρίστριας, να απευθύνεται επανειλημμένα στους άλλους δασκάλους και στο Διευθυντή του σχολείου για το θέμα αυτό, επιδιώκοντας την απόλυσή της.
Από εκεί ξεκίνησε και το περιστατικό, το οποίο συνέβη μεταξύ της καθαρίστριας, του συζύγου της και της δασκάλας και στο οποίο δεν ήταν παρών δυστυχώς κανείς άλλος. Στις 7-2-2008 για άλλη μία φορά η δασκάλα επετέθη φραστικά στην καθαρίστρια του σχολείου, αποκαλώντας την «βρωμιάρα» και ζητώντας της επιτακτικά να παρατήσει τη δουλειά της καθαρίστριας και να φύγει από το σχολείο. Ο σύζυγος της δασκάλας, ο οποίος έτυχε να περνά από το σημείο, αντιλήφθηκε το περιστατικό και υπερασπιζόμενος τη σύζυγό του τόλμησε να πει στην δασκάλα ότι στο σχολείο υπάρχει Διευθυντής και ότι η δουλειά της είναι να μαθαίνει γράμματα στα παιδιά και όχι να ασχολείται με την καθαρίστρια, ενώ ταυτόχρονα τράβηξε τη σύζυγό του έξω από το σχολείο, την παρότρυνε να παρατήσει πια αυτή τη δουλειά και έφυγε.
Αυτό ήταν το περιστατικό που συνέβη και δυστυχώς το καθαρά διαπροσωπικό και φραστικό μόνο αυτό περιστατικό έδωσε τη μεγάλη ευκαιρία στη δασκάλα να το εκμεταλλευτεί κατά το δοκούν, πιστεύοντας, όπως άλλωστε αποδείχθηκε εκ των υστέρων, ότι κανείς δεν θα πίστευε τα λεγόμενα μίας μουσουλμανικής οικογένειας του Μεγάλου Δερείου, αντίθετα όλοι θα πίστευαν τη δική της εκδοχή των γεγονότων, μιας και επρόκειτο για «γνήσια Ελληνίδα δασκάλα». Μετέτρεψε λοιπόν αυτή την καθαρά διαπροσωπική φραστική διένεξη σε ελληνοτουρκική εθνικιστική αντιπαράθεση, δηλητηριάζοντας τις σχέσεις μουσουλμάνων και χριστιανών στην περιοχή και διαταράσσοντας την ειρηνική συμβίωσή μας.
Έφερε μάλιστα επανειλημμένες φορές στο Νομό μας μέλη της «Χρυσής Αυγής» και άλλων εθνικιστικών οργανώσεων, προκειμένου να την στηρίξουν και προφανώς προκειμένου να μας τρομοκρατήσουν, τόσο στις εθνικές επετείους της 25ης Μαρτίου που ακολούθησαν, όσο και στις αίθουσες των Δικαστηρίων κατά την εκδίκαση της παραπάνω υπόθεσης. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι κατά τη δευτεροβάθμια εκδίκαση του ποινικού σκέλους της υπόθεσης στο Δικαστικό Μέγαρο Αλεξανδρούπολης είχαν συγκεντρωθεί δεκάδες μέλη εθνικιστικών οργανώσεων, δεν γνωρίζουμε από ποια μέρη της Ελλάδας, φωνάζοντας εθνικιστικά συνθήματα και παρεμβαίνοντας στη διαδικασία του Δικαστηρίου, αναγκαστήκαμε δε, ο κατηγορούμενος και εγώ η συνήγορός του, να αναμένουμε επί ώρες εντός του Δικαστικού Μεγάρου μετά το τέλος της εκδίκασης για να διαλυθεί το πλήθος και να αποφύγουμε τις επιθέσεις εναντίον μας.
Χαρακτηριστικό επίσης είναι το γεγονός ότι η εν λόγω κυρία, εκτός από την έγκληση που κατάθεσε κατά του κ. Κασάικα Οσμάν για το ως άνω περιστατικό, άσκησε και αγωγή εναντίον του ιδίου, της συζύγου του και των δύο θυγατέρων του, αξιώνοντας το εξωφρενικό ποσό των 370.000 ευρώ ως αποζημίωση για την ηθική βλάβη που έχει υποστεί από τις υποτιθέμενες άδικες πράξεις που έχουν τελεστεί εναντίον της, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι πρόκειται για μία πολύ φτωχή οικογένεια με τέσσερα παιδιά, δύο κορίτσια, ηλικίας 23 και 21 ετών και δύο αγόρια ηλικίας 16 και 9 ετών, που αγωνίζονται με νύχια και με δόντια για να επιβιώσουν με 2.500 ευρώ το χρόνο που κερδίζει ο πατέρας από την εργασία του ως δασεργάτης και κάποια μεροκάματα που κερδίζουν οι γυναίκες του σπιτιού δουλεύοντας σε γεωργικές εργασίες κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών, αφού μάλιστα η σύζυγός του, μετά από όλα αυτά που συνέβησαν, έχασε και την δουλειά της καθαρίστριας του σχολείου, από την οποία κέρδιζε το ποσό των 120 ευρώ το μήνα.
Και δυστυχώς όλοι εσείς έχετε αναδείξει σε εθνική ηρωίδα την κυρία αυτή, αρνούμενοι να ακούσετε την άλλη πλευρά των γεγονότων, δίνοντας βήμα επανειλημμένα μόνο σ’ αυτήν και στον σύζυγό της, ο οποίος αδυνατώ να καταλάβω με ποια ιδιότητα εκφράζει απόψεις για τις σχέσεις των μουσουλμάνων με τους χριστιανούς στην περιοχή μας και μας υποδεικνύει πώς θα ζούμε, με ποιους θα συναναστρεφόμαστε, πώς θέλουμε εμείς να αγαπάμε και να υπερασπιζόμαστε την πατρίδα μας και ποιους εμείς θεωρούμε εχθρούς και ποιους φίλους μας.
Μετά τα παραπάνω, που δεν γνωρίζω βέβαια αν κάνετε τον κόπο να διαβάσετε, ελπίζω να αποκαταστήσετε τη δημοσιογραφική τάξη και δεοντολογία, παρουσιάζοντας σε κάποια επόμενη εκπομπή σας και την άλλη, την αθέατη αλλά αληθινή πλευρά του Νομού μας.
Ορεστιάδα 26 Μαΐου 2010
Μαρία Γκουγκουσκίδου